σιχασιάρης, -α, -ικο

σιχασιάρης, -α, -ικο
αυτός που σιχαίνεται εύκολα: Είναι σιχασιάρης και δεν πίνει νερό από το ποτήρι που ήπιε άλλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιχαδιάρης — α, ικο, Ν σιχασιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού σιχασιάρης, πιθ. διαλεκτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”